- ἀσιδήρων
- ἀσίδηροςnot of ironmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθηματίζω — Μ [σύνθημα, ατος] 1. δίνω το σύνθημα για να αρχίσει κάτι («αἱ βρονταὶ εἶεν ἂν κατὰ σάλπιγγας μάχην συνθηματιζούσας», Ευστ.) 2. μέσ. συνθηματίζομαι συμφωνώ για κάτι, το ορίζω («παιδιᾱς ἡμέραν συνθηματίζεται δι ἀσιδήρων δορατισμῶν», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek